- ετερόδοξος
- ετερόδοξος , -η, -οиноверческий, еретический, инакомыслящийЭтим.< ετερο- + -δόξος < έτερος + δόξα «другой + мнение»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ἑτερόδοξος — differing in opinion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόδοξος — η, ο (ΑΜ ἑτερόδοξος, ον) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ετερόδοξος, η ετερόδοξη ο μη ορθόδοξος χριστιανός, αυτός που ανήκει σε άλλη χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό δόγμα αλλά δεν αρνείται θεμελιώδη χριστιανικά δόγματα και… … Dictionary of Greek
ετερόδοξος — η, ο αυτός που ανήκει σε άλλο θρησκευτικό δόγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑτεροδόξως — ἑτερόδοξος differing in opinion adverbial ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόδοξον — ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem acc sg ἑτερόδοξος differing in opinion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροδόξοις — ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροδόξου — ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροδόξους — ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροδόξων — ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροδόξῳ — ἑτερόδοξος differing in opinion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόδοξα — ἑτερόδοξος differing in opinion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)